- κραυγασίδης
- κραυγασίδηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραυγασίδης — κραυγασίδης, ὁ (Α) 1. φωνακλάς 2. ως κύριο όν. ὁ Κραυγασίδης κωμική ονομασία βατράχου στη Βατραχομυομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < θ. κραυγασ (τού κραυγάζω) ή κραύγασος + επίθημα ίδης (πρβλ. ηγεμον ίδης, κηφην ίδης)] … Dictionary of Greek
Κραυγασίδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)